fresh

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

fresh (en)

  1. καινούριος ή καθαρός
  2. φρέσκος (για τρόφιμα)
  3. φρέσκος (αναζωογονητικός)
  4. που δεν είναι αλμυρός (για το νερό)
  5. αγενής, ανάρμοστος