freshly
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | freshly |
συγκριτικός | more freshly |
υπερθετικός | most freshly |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
freshly (en)
- φρεσκο-
- ↪ It smells of freshly-baked bread.
- Ευωδιάζει το φρεσκοψημένο ψωμί.
- ↪ It smells of freshly-baked bread.