fumetto
Ιταλικά (it) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- fumetto < υποκοριστικό του fumo (καπνός), που δείχνει το σύννεφο στο οποίο είναι γραμμένα τα λόγια που μιλούνται από τους χαρακτήρες του ίδιου κόμικ
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
fumetto