garum
Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ιταλικά
(it)
[
επεξεργασία
]
Ετυμολογία
[
επεξεργασία
]
garum
<
αρχαία ελληνική
γάρος
Ουσιαστικό
[
επεξεργασία
]
garum
(
γαστρονομία
) αλατισμένο
νερό
, στο οποίο συντηρούνται τρόφιμα (
ψάρια
,
ελιές
,
λαχανικά
κ.λπ.).
≈
συνώνυμα
:
άλμη
,
σαλαμούρα
(
γαστρονομία
)
σάλτσα
που παρασκευάζεται από μικρά ψάρια,
εντόσθια
ψαριών,
λάδι
και
λεμόνι
και κυρίως από την
δίμηνη
ζύμωση
του
γάρου
Κατηγορίες
:
Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (ιταλικά)
Ιταλική γλώσσα
Ουσιαστικά (ιταλικά)
Αντίστροφο λεξικό (ιταλικά)
Γαστρονομία (ιταλικά)
Μενού πλοήγησης
Προσωπικά εργαλεία
Δίχως Σύνδεση
Σελίδα συζήτησης αυτής της διεύθυνσης IP
Συνεισφορές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Ονοματοχώροι
Σελίδα
Συζήτηση
Ελληνικά
Προβολές
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Περισσότερα
Αναζήτηση
Πλοήγηση
Κύρια Σελίδα
Πρόσφατες αλλαγές
Κατηγορίες
Δημιουργήστε!
Ζητήστε!
Βικιδημία - Talk
Σελίδες συζήτησης
Νέες σελίδες
Τυχαία σελίδα
Βοήθεια
Πρότυπα
Δωρεές
Εργαλειοθήκη
Συνδέσεις προς εδώ
Σχετικές αλλαγές
Επιφόρτωση αρχείου
Ειδικές σελίδες
Σταθερός σύνδεσμος
Πληροφορίες σελίδας
Παραπομπή αυτής της σελίδας
Λάβετε συντομευμένη διεύθυνση URL
Λήψη κωδικού QR
Εκτύπωση/εξαγωγή
Δημιουργία βιβλίου
Κατέβασμα ως PDF
Εκτυπώσιμη έκδοση
Σε άλλα εγχειρήματα
Άλλες γλώσσες
English
Suomi
Français
Italiano
日本語
한국어
Malagasy
Polski
Русский