gento
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | gento | gentoj |
αιτιατική | genton | gentojn |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]gento (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | gento | gentoj |
αιτιατική | genton | gentojn |
gento (eo)