goodbye

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επιφώνημα

[επεξεργασία]

goodbye (en)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
goodbye goodbyes

goodbye (en)

  • ο αποχαιρετισμός, το αντίο
    I went by my school for a final goodbye.
    Πέρασα από το σχολείο μου για έναν τελευταίο αποχαιρετισμό.
    The difficult time of saying goodbye has arrived.
    Έφτασε η δύσκολη ώρα του αποχαιρετισμού.
    He left without even a goodbye.
    Έφυγε χωρίς καν ένα αντίο.
     συνώνυμα: farewell

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]