αντίο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αντίο < (άμεσο δάνειο) ιταλική addio
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /aˈdi.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐ντί‐ο
Επιφώνημα
[επεξεργασία]αντίο άκλιτο
- αποχαιρετιστήρια προσφώνηση που λέγεται όταν κάποιος φεύγει
- ↪ αντίο, θα συναντηθούμε σύντομα
- (μεταφορικά) λέγεται για κάτι που τελειώνει
- ↪ από αύριο, αντίο διακοπές!
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αντίο ουδέτερο άκλιτο
- ο αποχαιρετισμός
- ↪ δεν υπάρχει αντίο για εμάς
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- το τελευταίο αντίο: ο ύστατος χαιρετισμός σε νεκρό που εκφράζεται, συνήθως, με παρουσία στην κηδεία του
- ↪ πλήθος κόσμου ήλθε να πει το τελευταίο αντίο στον ποιητή
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Δάνεια από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επιφωνήματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)