αντίο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αντίο < (άμεσο δάνειο) ιταλική addio

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /aˈdi.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐ντί‐ο

Επιφώνημα

[επεξεργασία]

αντίο άκλιτο

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

αντίο ουδέτερο άκλιτο

Εκφράσεις

[επεξεργασία]
  • το τελευταίο αντίο: ο ύστατος χαιρετισμός σε νεκρό που εκφράζεται, συνήθως, με παρουσία στην κηδεία του
    πλήθος κόσμου ήλθε να πει το τελευταίο αντίο στον ποιητή

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]