goof

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
goof goofs

goof (en)

  1. (ανεπίσημο) λάθος
  2. χαζομάρα, γκάφα
  3. χαζός, βλίτο
ενεστώτας goof
γ΄ ενικό ενεστώτα goofs
αόριστος goofed
παθητική μετοχή goofed
ενεργητική μετοχή goofing

goof (en)

Παράγωγα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]