grotta
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ιταλικά (it)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- grotta < (κληρονομημένο) δημώδης λατινική *grupta / *crupta < λατινική crypta < ελληνιστική κοινή κρυπτή (κρύπτη), ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου κρυπτός (κρυφός, μυστικός)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]grotta (it) θηλυκό (πολωνικά: grotte)
Συγγενικά
[επεξεργασία]- cripta (κρύπτη)
- Grottaferrata (Κρυπτοφέρρη) (τοπωνύμιο)
Πηγές
[επεξεργασία]- grotta - Vocabolario Treccani online, Istituto della Enciclopedia Italiana (Istituto Treccani).