handcuff

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

handcuff < hand + cuff

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
handcuff handcuffs

handcuff (en)

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας handcuff
γ΄ ενικό ενεστώτα handcuffs
αόριστος handcuffed
παθητική μετοχή handcuffed
ενεργητική μετοχή handcuffing

handcuff (en)

  • περνάω χειροπέδες σε κάποιον
    I handcuff somebody.
    Περνώ χειροπέδες σε κάποιον.

Πηγές[επεξεργασία]