hard-pressed

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

παραθετικά
θετικός hard-pressed
συγκριτικός more hard-pressed
υπερθετικός most hard-pressed

Ετυμολογία [επεξεργασία]

hard-pressed < hard + pressed

Επίθετο[επεξεργασία]

hard-pressed (en)

  • πιέζομαι πολύ, έχω πολλά προβλήματα, ειδικά πάρα πολλή δουλειά και πολύ λίγο χρόνο ή χρήματα
    I am hard-pressed for cash/for time.
    Πιέζομαι πολύ για μετρητά/για χρόνο.

Πηγές[επεξεργασία]