hard-pressed
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | hard-pressed |
συγκριτικός | more hard-pressed |
υπερθετικός | most hard-pressed |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
hard-pressed (en)
- πιέζομαι πολύ, έχω πολλά προβλήματα, ειδικά πάρα πολλή δουλειά και πολύ λίγο χρόνο ή χρήματα
- ↪ I am hard-pressed for cash/for time.
- Πιέζομαι πολύ για μετρητά/για χρόνο.
- ↪ I am hard-pressed for cash/for time.
Πηγές[επεξεργασία]
- hard-pressed - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 703. ISBN 9780194325684., λήμμα: πιέζω