help
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
help (en)
- (μη μετρήσιμο) η βοήθεια
- ↪ Ι can make it alone; I need your help!
- Δεν τα καταφέρνω μόνος/μόνη μου· χρειάζομαι τη βοήθειά σου!
- ↪ Ι can make it alone; I need your help!
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | help |
γ΄ ενικό ενεστώτα | helps |
αόριστος | helped |
παθητική μετοχή | helped |
ενεργητική μετοχή | helping |
help (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) βοηθάω, κάνω ευκολότερο ή δυνατό για κάποιον να κάνει κάτι δίνοντάς του κάτι που χρειάζεται
- ↪ Help me!
- Βοηθείστε/Βοήθησέ με!
- ↪ Can I help you?
- Μπορώ να σας βοηθήσω;
- ↪ I help someone cross the street.
- Βοηθώ κάποιον να περάσει το δρόμο.
- ↪ His advice helped me a lot.
- Οι συμβουλές του με βοήθησαν πολύ.
- ↪ Help me!
- (μεταβατικό και αμετάβατο) βοηθάω, βελτιώνω μια κατάσταση ή διευκολύνω να συμβεί κάτι
- ↪ Crying won’t help you.
- Δεν θα σε βοηθήσουνε τα κλάματα.
- ↪ Ouzo helps with digestion.
- Το ούζο βοηθάει τη χώνεψη.
- ↪ Crying won’t help you.
[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- help (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- help (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 169. ISBN 9780194325684., λήμμα: βοηθώ