hippie
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- hippie < hipster < hip + -ster < μέση αγγλική hipe, hupe < αγγλοσαξονικά hype < πρωτογερμανική *hupiz < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ḱewb- < *ḱew- (λυγίζω, κάμπτω)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
hippie | hippies |
hippie (en)
Επίθετο[επεξεργασία]
hippie (en)
Άλλες γραφές[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- hippie - The American Heritage Dictionary of the English Language online. Houghton Mifflin Harcourt.
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
hippie | hippies |
hippie (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- ο χίπης