honto
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | honto | hontoj |
αιτιατική | honton | hontojn |
honto (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | honto | hontoj |
αιτιατική | honton | hontojn |
honto (eo)