hoor

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
hoor hoors

Ετυμολογία [επεξεργασία]

hoor < → δείτε τη λέξη whore • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /hʊə/ & /huːr/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

hoor (en)

Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • hoor, στο: Collins Dictionary.com· πρόσβαση: 2023-06-08.



Μέση αγγλική (enm)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
hoor hoors

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

hoor



Σκοτς (sco)[επεξεργασία]

Ετυμολογία 1[επεξεργασία]

hoor < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

hoor

Ετυμολογία 2[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
hoor hoors
hoor < μέση αγγλική hure (άλλη μορφή του hore, πόρνη)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

hoor