hospice

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
hospice hospices

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

hospice (en)

  1. (το) άσυλο ανιάτων
  2. (θρησκεία) (το) αρχονταρίκι] λίγων ή πολλών δωματίων για προσκυνητές ή o πτωχοκομικός ξενώνας

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ɔs.pis/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
hospice hospices

hospice (fr) αρσενικό