hospice
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
hospice | hospices |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
hospice (en)
- (το) άσυλο ανιάτων
- (θρησκεία) (το) αρχονταρίκι] λίγων ή πολλών δωματίων για προσκυνητές ή o πτωχοκομικός ξενώνας
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
hospice | hospices |
hospice (fr) αρσενικό
- (θρησκεία) κτήριο στο οποίο φιλοξενούνται ταξιδιώτες και προσκυνητές