hyène
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
hyène | hyènes |
hyène (fr) θηλυκό
- (κυριολεκτικά και μεταφορικά) η ύαινα
ενικός | πληθυντικός |
hyène | hyènes |
hyène (fr) θηλυκό