ice
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ice < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ice (en)
- πάγος
- (ΗΠΑ, παρωχημένο) παγωτό (από το ice cream)
Ρήμα[επεξεργασία]
ice (en)
- (μεταβατικό) παγώνω κάτι (το βάζω στον πάγο)
- (αμετάβατο) παγώνω, γίνομαι πάγος
- (μεταβατικό) γλασάρω (ένα γλυκό)