icicle
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
icicle | icicles |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- icicle < ice + ickle (κάτι μικρό, little), μέση αγγλική ikil, ykle < αγγλοσαξονική ġiċel (πάγος)
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
icicle (en)
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
icicle στην αγγλική Βικιπαίδεια