Μετάβαση στο περιεχόμενο

icy

Από Βικιλεξικό
παραθετικά
θετικός icy
συγκριτικός icier
υπερθετικός iciest

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
icy < ic(e) + -y

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈaɪsi/
 

Επίθετο

[επεξεργασία]

icy (en)

  1. παγώνω, εξαιρετικά κρύος
      Our hands are icy cold.
    Πάγωσαν τα χέρια μας.
  2. παγωμένος, παγώνω, καλυμμένος με πάγο
      The icy road made driving dangerous.
    Ο παγωμένος δρόμος έκανε την οδήγηση επικίνδυνη.
      The road was icy.
    Ο δρόμος είχε παγώσει.
  3. ψυχρός, παγώνω, που δεν εκδηλώνει συναισθήματα, που δεν είναι φιλικές
      an icy reception - ψυχρή υποδοχή
      Relations between the two countries became icy.
    Πάγωσαν οι σχέσεις ανάμεσα στις δύο χώρες.

Συγγενικά

[επεξεργασία]