inĝenioro
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | inĝenioro | inĝenioroj |
αιτιατική | inĝenioron | inĝeniorojn |
inĝenioro (eo)
- ο μηχανικός, ο μηχανολόγος