inamic
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ρουμανικά (ro)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]inamic (ro) αρσενικό
- ο εχθρός
Κλίση
[επεξεργασία] κλίση του inamic
ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
αόριστη άρθρωση | οριστική άρθρωση | αόριστη άρθρωση | οριστική άρθρωση | |
ονομαστική | un inamic | inamicul | nişte inamici | inamicii |
γενική | a unui inamic | inamicului | a unor inamici | inamicilor |
δοτική | unui inamic | inamicului | unor inamici | inamicilor |
αιτιατική | un inamic | inamicul | nişte inamici | inamicii |
κλητική | — | - | — | - |