inconsistent

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

παραθετικά
θετικός inconsistent
συγκριτικός more inconsistent
υπερθετικός most inconsistent

Ετυμολογία [επεξεργασία]

inconsistent < in- + consistent

Επίθετο[επεξεργασία]

inconsistent (en)

  • ασυνεπής
    His behavior is inconsistent with his beliefs.
    Η συμπεριφορά του είναι ασυνεπής προς τα πιστεύω του.

Πηγές[επεξεργασία]