inculpat
Εμφάνιση
Ρουμανικά (ro)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]inculpat (ro) αρσενικό
Κλίση
[επεξεργασία] κλίση του inculpat
ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
αόριστη άρθρωση | οριστική άρθρωση | αόριστη άρθρωση | οριστική άρθρωση | |
ονομαστική | un inculpat | inculpatul | nişte inculpati | inculpatii |
γενική | a unui inculpat | inculpatului | a unor inculpati | inculpatilor |
δοτική | unui inculpat | inculpatului | unor inculpati | inculpatilor |
αιτιατική | un inculpat | inculpatul | nişte inculpati | inculpatii |
κλητική | — | - | — | - |