Μετάβαση στο περιεχόμενο

indexing

Από Βικιλεξικό

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

indexing (en)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
indexing indexings

indexing (en)