indikativo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- indikativo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | indikativo | indikativoj |
αιτιατική | indikativon | indikativojn |
indikativo (eo)
- (γραμματική) η οριστική έγκλιση των ρημάτων