indomitable

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
indomitable < υστερολατινικό indomitabilis < in- (στερητικό) + domitare, θαμιστικό του domare

Επίθετο

[επεξεργασία]

indomitable (en)

  1. αδάμαστος
    Personal courage and an indomitable self-confidence were the chief, indeed the only, qualities which sprang to light in General Feversham. -- The Four Feathers
    Mr. Miller appears to have been a man of indomitable spirit and industry. -- THE PRETENTIOUS YOUNG LADIES: A COMEDY IN ONE ACT.
  2. ανυπότακτος, αδάμαστος
    One small village of the indomitable Gauls holds out against the invaders (από το κόμικ Asterix)
  3. ακατανίκητος
    Napoleon Bonaparte was indomitable until The Battle of Waterloo

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]