Μετάβαση στο περιεχόμενο

infidèle

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
infidèle < λατινική infidelis

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ɛ̃.fi.dɛl/

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
infidèle infidèles

infidèle (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. άπιστος
     αντώνυμα: fidèle
  2. αναληθής

Συγγενικά

[επεξεργασία]