informilo

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

informilo < inform- + -il- + -o

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική informilo informiloj
αιτιατική informilon informilojn

informilo (eo)

kio bulteno estas tre bona informilo - αυτό το φυλλάδιο είναι ένα πολύ καλό μέσο πληροφόρησης