ingravesco

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Λατινικά (la)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ingravesco < in + gravesco

Ρήμα[επεξεργασία]

ingravesco

  1. γίνομαι βαρύτερος, βαραίνω
  2. επιβαρύνω, ενοχλώ
  3. (παθητικό) γίνομαι/είμαι έγκυος, γκαστρώνομαι