Μετάβαση στο περιεχόμενο

intensify

Από Βικιλεξικό
ενεστώτας intensify
γ΄ ενικό ενεστώτα intensifies
αόριστος intensified
παθητική μετοχή intensified
ενεργητική μετοχή intensifying

intensify (en)

  • (μεταβατικό και αμετάβατο) εντείνω, αυξάνομαι σε βαθμό ή δύναμη· αυξάνω κάτι σε βαθμό ή δύναμη
      Emboldened by the failure of their opponents, they intensified their efforts.
    Ενθαρρυμένοι από την αποτυχία των αντιπάλων τους, ενέτειναν τις προσπάθειές τους.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη increase