interconnector
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
interconnector | interconnectors |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
interconnector (en)
- που πραγματοποιεί διασύνδεση, διασυνδετήριος
- δομή που επιτρέπει τη ροή ενέργειας μεταξύ δικτύων, ιδίως ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου μεταξύ διεθνών ενεργειακών δικτύων