interesiĝo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | interesiĝo | interesiĝoj |
αιτιατική | interesiĝon | interesiĝojn |
interesiĝo (eo)
- το ενδιαφέρον, το προσωπικό ενδιαφέρον για κάτι
Άλλες γραφές[επεξεργασία]
- interesigho στο H-sistemo
- interesigxo στο X-sistemo