Μετάβαση στο περιεχόμενο

intermission

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
intermission intermissions

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

intermission (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)