Μετάβαση στο περιεχόμενο

jack

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: Jack

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
jack jacks

jack (en)

  1. ο γρύλος, η συσκευή ανύψωσης
      I lifted up the car with the jack to change the tire.
    Σήκωσα το αυτοκίνητο με τον γρύλο για ν' αλλάξω το λάστιχο.
  2. η πρίζα, το βύσμα (ηλεκτρική, τηλεφώνου κλπ)
      headphones with a 3.5mm headphone jack - ακουστικά με βύσμα ακουστικών 3,5 χλστ.
     συνώνυμα:  δείτε τον όρο jack plug
  3. ο φάντης, ο βαλές, το τραπουλόχαρτο
      a jack of hearts/clubs - φάντης κούπα/σπαθί
      a full house of aces with jacks - φουλ του άσου με βαλέδες
  4. ο αρσενικός γάιδαρος

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]
  • jack στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια
ενεστώτας jack
γ΄ ενικό ενεστώτα jacks
αόριστος jacked
παθητική μετοχή jacked
ενεργητική μετοχή jacking

jack (en)

Παράγωγα

[επεξεργασία]



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
jack < (άμεσο δάνειο) αγγλική jack

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /dʒak/

και

ΔΦΑ : /ʒak/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
jack jacks

jack (fr) αρσενικό

Ομώνυμα / Ομόηχα

[επεξεργασία]