jack
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]jack (en)
- ο γρύλος (η συσκευή ανύψωσης)
- (αρχαϊκό) ο βαλές ( ο υπηρέτης)
- ο βαλές (το τραπουλόχαρτο)
- η πρίζα, το βύσμα (ηλεκτρική, τηλεφώνου κλπ)
- ο αρσενικός γάιδαρος
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- jack στην αγγλική Βικιπαίδεια
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- jack < (άμεσο δάνειο) αγγλική jack
Προφορά
[επεξεργασία]και
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
jack | jacks |
jack (fr) αρσενικό
- το βύσμα