jako
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | jako | jakoj |
αιτιατική | jakon | jakojn |
jako (eo)
- το σακάκι
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Πρόθεση[επεξεργασία]
jako (pl)
- σα, σαν, ως (για να δηλώσει το ρόλο, τη θέση την οποία κατέχει το υποκείμενο)
- ↪ pracuję jako kierowca - δουλεύω (σαν) οδηγός
[επεξεργασία]
Τσεχικά (cs)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Πρόθεση[επεξεργασία]
jako (cs)