kadukiĝo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kadukiĝo | kadukiĝoj |
αιτιατική | kadukiĝon | kadukiĝojn |
kadukiĝo (eo)
- ο εκφυλισμός
- η κατάπτωση, η παρακμή