kidnapping
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
kidnapping | kidnappings |
kidnapping (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)
- η απαγωγή
- ⮡ The police are investigating a kidnapping case.
- Η αστυνομία διερευνά μια υπόθεση απαγωγής.
- ⮡ The police are investigating a kidnapping case.
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]kidnapping (en)
Πηγές
[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Από το αγγλο-αμερικανικό kid, παιδί, και to nap αρπάζω.
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
kidnapping | kidnappings |
kidnapping (fr) αρσενικό