Μετάβαση στο περιεχόμενο

kidnapping

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
kidnapping kidnappings

kidnapping (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)

  • η απαγωγή
      The police are investigating a kidnapping case.
    Η αστυνομία διερευνά μια υπόθεση απαγωγής.

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

kidnapping (en)



Ετυμολογία

[επεξεργασία]

Από το αγγλο-αμερικανικό kid, παιδί, και to nap αρπάζω.

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
kidnapping kidnappings

kidnapping (fr) αρσενικό