kidnapping
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
kidnapping (en)
- η απαγωγή (για λύτρα)
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
kidnapping (en)
- γερούνδιο του ρήματος kidnap
Γαλλικά (fr) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Από το αγγλο-αμερικανικό kid, παιδί, και to nap αρπάζω.
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
kidnapping | kidnappings |
kidnapping (fr) αρσενικό