kidnap

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

kidnap (en)

ενεστώτας kidnap
γ΄ ενικό ενεστώτα kidnaps
αόριστος kidnapped, kidnaped
παθητική μετοχή kidnapped, kidnaped
ενεργητική μετοχή kidnapping, kidnaping

kidnap (en)