Μετάβαση στο περιεχόμενο

kidnap

Από Βικιλεξικό
ενεστώτας kidnap
γ΄ ενικό ενεστώτα kidnaps
αόριστος kidnapped, kidnaped
παθητική μετοχή kidnapped, kidnaped
ενεργητική μετοχή kidnapping, kidnaping

kidnap (en)

  • απάγω, αιχμαλωτίζω κάποιον παράνομα και τον κρατώ, συνήθως ζητώντας λύτρα
      A press magnate was kidnapped yesterday.
    Ένας μεγιστάνας του τύπου απήχθη χτες.
     συνώνυμα: abduct

Σύνθετα

[επεξεργασία]