kompreniĝo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- kompreniĝo < kompren(i) + -iĝ- + -o
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kompreniĝo | kompreniĝoj |
αιτιατική | kompreniĝon | kompreniĝojn |
kompreniĝo (eo)