langue véhiculaire
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- langue véhiculaire → δείτε τις λέξεις langue και véhiculaire
Έκφραση
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
---|---|
langue véhiculaire | langues véhiculaires |
langue véhiculaire (fr) θηλυκό
- (γλωσσολογία) γλώσσα που χρησιμοποιείται σαν σύνδεσμος ανάμεσα σε κοινότητες με διαφορετικές μητρικές γλώσσες