largely

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
largely < large + -ly

Επίρρημα

[επεξεργασία]

largely (en)

  • κατά ένα μεγάλο μέρος
    The Earth’s population is largely malnourished.
    Ο πληθυσμός της γης κατά ένα μεγάλο μέρος υποσιτίζεται.