laugh
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
laugh < παλαιά αγγλικά hlæhhan ή hlihhan
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
laugh (en)
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | laugh |
γ΄ ενικό ενεστώτα | laughs |
αόριστος | laughed |
παθητική μετοχή | laughed |
ενεργητική μετοχή | laughing |
laugh (en)