laugh
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
laugh < αρχαίο αγγλικό hlæhhan ή hlihhan
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /lɑːf/
- Audio (US)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
laugh (en)
- το γέλιο