launder
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | launder |
γ΄ ενικό ενεστώτα | launders |
αόριστος | laundered |
παθητική μετοχή | laundered |
ενεργητική μετοχή | laundering |
Ρήμα[επεξεργασία]
launder (en)
- (επίσημο) κάνω μπουγάδα, πλύση, πλένω και σιδερώνω
- ↪ All day long I am laundering. (κυριολεκτικά, All day long I am washing and ironing.)
- Όλη τη μέρα πλένει και σιδερώνει.
- ↪ All day long I am laundering. (κυριολεκτικά, All day long I am washing and ironing.)