lazy
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- lazy < πρωτογερμανική *lasiwaz / *laskaz (αδύναμος, ασθενής) < ινδοευρωπαϊκή ρίζα *las- (αδύναμος)
Επίθετο[επεξεργασία]
lazy (en)