leak
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
leak | leaks |
leak (en)
- η διαρροή, υγρό ή αέριο που διαφεύγει από μια τρύπα σε κάτι
- ↪ a gas leak - μια διαρροή γκαζιού
- η διαρροή, μια σκόπιμη πράξη παροχής μυστικών πληροφοριών στις εφημερίδες κτλ.
- ↪ a leak of information - διαρροή πληροφοριών
- ↪ Who is to blame for the leak?
- Ποιος φταίει για τη διαρροή;
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | leak |
γ΄ ενικό ενεστώτα | leaks |
αόριστος | leaked |
παθητική μετοχή | leaked |
ενεργητική μετοχή | leaking |
leak (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) διαρρέω, βάζω νερό, επιτρέπω σε υγρό ή αέριο να μπει ή να βγει από μια μικρή τρύπα
- ↪ Dangerous gases leaked from the factory.
- Από το εργοστάσιο διέρρευσαν επικίνδυνα αέρια.
- ↪ The ship/the roof is leaking badly.
- Το πλοίο/η σκεπή βάζει πολύ νερό.
- ↪ Dangerous gases leaked from the factory.
- (μεταβατικό) διαρρέω, δίνω μυστικές πληροφορίες στο κοινό, για παράδειγμα λέω σε εφημερίδα
- ↪ When the news of his resignation leaked…
- Όταν διέρρευσαν η είδηση της παραίτησής του…
- ↪ When the news of his resignation leaked…
Πηγές[επεξεργασία]
- leak (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- leak (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 153, 227. ISBN 9780194325684., λήμμα: βάζω, διαρρέω