lecture
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
lecture | lectures |
lecture (en)
- η διάλεξη, μια ομιλία σχετική με ένα επιστημονικό θέμα
- ⮡ I timed my lecture so that it doesn’t go over one hour.
- Χρονομέτρησα τη διάλεξή μου, για να μην ξεπεράσει τη μία ώρα.
- ⮡ I timed my lecture so that it doesn’t go over one hour.
- (κατ’ επέκταση) η πανεπιστημιακή παράδοση
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | lecture |
γ΄ ενικό ενεστώτα | lectures |
αόριστος | lectured |
παθητική μετοχή | lectured |
ενεργητική μετοχή | lecturing |
lecture (en)
- (αμετάβατο) κάνω διάλεξη
- (μεταβατικό) επιπλήττω, μαλώνω, επικρίνω κάποιον ή του λέω πώς πιστεύω ότι πρέπει να συμπεριφέρεται, ειδικά όταν αυτό γίνεται με ενοχλητικό τρόπο
Πηγές
[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- lecture < μεσαιωνική λατινική lectura
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]lecture (fr) θηλυκό
Συγγενικά
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (αγγλικά)
- Αγγλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (αγγλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)
- Ρήματα (αγγλικά)
- Ρήματα που κλίνονται όπως το 'love' (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά λατινικά (γαλλικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (γαλλικά)
- Γαλλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (γαλλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (γαλλικά)