leeching
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
leeching (en)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
leeching | leechings |
leeching (en)
- ιατρική θεραπεία με βδέλλες
- (πληροφορική) η χρησιμοποίηση πληροφοριών και δημιουργιών άλλων (πχ. ελεύθερο λογισμικό) χωρίς να προσφέρεται κάτι σε αντάλλαγμα (πχ. δωρεά)
- (διαδικτυακή αργκό) το κατέβασμα (downloading) torrents χωρίς μοίρασμα (seeding)
[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
leeching στην αγγλική Βικιπαίδεια