liège

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Liège, liégé

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

liège < λαϊκή λατινική °levius < levis, ελαφρύς

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ljɛʒ/
 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
liège lièges

liège (fr) αρσενικό

  1. ο φελλός
  2. προστατευτικός ιστός ορισμένων φυτών, αποτελούμενος από νεκρά κύτταρα γεμάτα αέρα των οποίων η μεμβράνη είναι εμποτισμένη με φελλίνη
    → δείτε τη λέξη  lenticelle