life-changing
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | life-changing |
συγκριτικός | more life-changing |
υπερθετικός | most life-changing |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈlaɪfˌtʃeɪn.dʒɪŋ/
Επίθετο[επεξεργασία]
life-changing (en)
- καθοριστικός, που αλλάζει τη ζωή κάποιου
- ↪ life-changing choice - καθοριστική επιλογή
Άλλες γραφές[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- life-changing - Cambridge Dictionary online